Είναι ροκ η Ναύπακτος; Η απάντηση είναι πως «ναι»! Και μάλιστα όχι με μικρή διαδρομή. Στο πέρασμα του χρόνου, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έως και σήμερα, η πόλη είχε τα δικά της στέκια που βάδισαν πάνω σε αυτούς τους μουσικούς δρόμους, κι ένας από τους πιο παλιούς «ροκ περπατητές», δεν είναι άλλος από το Γιώργο Κατσίκα. Η συζήτηση μαζί του απολαυστική, για το κλίμα που επικρατούσε στις ροκ παρέες των πρώτων δεκαετιών, αλλά και για το πώς ο ίδιος εξελίχθηκε στη διάρκεια του χρόνου. Χωρίς πολλά λόγια για εισαγωγή, ο λόγος στο Γιώργο…
Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ενασχόλησής σου με τη μουσική γυρίζουμε πίσω το χρόνο και φτάνουμε στα παιδικά σου χρόνια. Που και πότε μας οδηγείς καθώς και ποιο το ερέθισμα ή τα ερεθίσματα για να οδηγηθείς να ασχοληθείς με αυτή;
Η ιστορία αρχίζει κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από το Juke Box στο μαγαζί του πατέρα μου και τα 45αρια των Rolling Stones, Led Zeppelin, Beatles, Elvis και άλλων. Και μετά, κάπου στο ’82, με την κιθάρα ενός γείτονα, το πρώτο μου κασετόφωνο, τις πρώτες μουσικές εκπομπές στην, κρατική μόνο, τότε τηλεόραση (Μουσικόραμα και Μουσικό Καλειδοσκόπιο), τα δισκάδικα του Γιαννόπουλου και του Βασιλόπουλου…
Ποια τα τότε ακούσματά σου;
Rolling Stones, Led Zeppelin, Iron Maiden, Black Sabbath, Scorpions, όπως επίσης και πολύ καλή ελληνική μουσική, λαϊκή και ροκ, Χατζιδάκις, Μούτσης, Λοΐζος αλλά και pop της εποχής.
Σε μία μικρή πόλη όπως η Ναύπακτος, και σε εκείνα τα χρόνια μάλιστα, το ροκ ή οι εκφάνσεις του, φαντάζομαι δεν ήταν στις μουσικές προτεραιότητες των παιδιών, έτσι δεν είναι;
Η Ναύπακτος έχει τη δική της ροκ ιστορία η οποία ξεκινάει από πολύ παλιά. Το 1982, για παράδειγμα, οι Μουσικές Ταξιαρχίες είχαν έρθει στο στάδιο της Ναυπάκτου. Οι “Ανατίναξα την ανθισμένη αμυγδαλιά” ( Δ. Κολοβός, Κ. Καρατζούνης, Α. Μπερμπιλάγκας, Β. Θεοδωρόπουλος, Γ. Φούντας) που μετονομάστηκαν σε “Βιορυθμοί” αργότερα και οι “Τάδε Έφη” ( Κ. Κατσούδας, Δ. Ζησιμόπουλος, Α. Παραλίκας) ήταν οι δύο Ναυπάκτιες ροκ μπάντες. Το 1984 επίσης, οι “Ηρακλής και Λερναία Ύδρα” έδωσαν συναυλία στην Πλαζ, το ’86 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου (αλλά και πιο πριν) στο στάδιο. Όσο για Ροκ μαγαζιά; “Έζρα”( Γρίμποβο), Pub (Πλ. Φαρμάκη), “Swalow” (Ψανή ’85-’89) στα οποία ακούσαμε πολλή μουσική, rock, blues και άλλα. Και βέβαια, μέσα από τους, μεγαλύτερους ηλικιακά, φίλους και τις δισκοθήκες τους. Η Ναύπακτος είχε όλα τα χρόνια εκείνα, πλούσια ροκ ιστορία, με παρέες και συγκροτήματα, με κεντρικό πρόσωπο τον Κώστα Καρατζούνη, ο οποίος υπήρξε το κλειδί που άνοιξε την πόρτα του ροκ στη Ναύπακτο και σε εμένα προσωπικά, και τον ευχαριστώ γι’ αυτό.
Και κάποια στιγμή φτάνει η ώρα να πιάσεις και εσύ ένα μουσικό όργανο στα χέρια σου. Σε ποια χρονιά βρισκόμαστε πες μας καταρχάς, αλλά και ποιοι είναι οι συνοδοιπόροι σου;
Κάπου στο 1985, αποφασίζω να ασχοληθώ με το ηλεκτρικό μπάσο. Φτιάχνουμε μια μπάντα με φίλους ( Λ.Καλαβρουζιώτης, Β. Αντωνίου, Γ. Κατσίκας, Γ. Αντωνίου), είμαστε οι “’Έξοδος Κινδύνου”, παίζουμε και μαθαίνουμε ο ένας απ ‘τον άλλον, από δίσκους και κασέτες, από τους μεγαλύτερους, τους οποίους παρακολουθούμε με δέος! Δεν κάνουμε ποτέ συναυλία (είμαστε μικροί ακόμα χαχα…).
Η δίψα και το μεράκι γι’ αυτό, ξεπέρασε για την πλειοψηφία των παιδιών το εμπόδιο που έβαζε η μη θεωρητική γνώση της μουσικής. Δείγμα της επιθυμίας και αυτής, αλλά και των επόμενων γενεών να παίξουν μουσική…
Πραγματικά, η θεωρητική γνώση ήταν ελάχιστη. Υπήρχαν βέβαια κάποιοι που σπούδαζαν στο ωδείο της περιοχής, αλλά ροκ παίζαμε και αυτό που χρειαζόμασταν πραγματικά ήταν να ακούμε τη μουσική που αγαπάμε, να επικοινωνούμε μεταξύ μας ώστε να βοηθάμε ο ένας τον άλλον και βέβαια να παίζουμε και να εφαρμόζουμε τις μουσικές μας ιδέες. Νομίζω πως το ίδιο ίσχυσε κατά πολύ και στις επόμενες γενιές. Άλλωστε όλες αυτές οι μουσικές, rock, pop, blues, jazz, αναπτύχθηκαν κατά ένα μεγάλο ποσοστό από αυτοδίδακτους μουσικούς, η φτώχεια συνήθως και οι λάθος αντιλήψεις απέκλειαν τους πολλούς από την μουσική παιδεία, αλλά και η άρνηση και ο “σνομπισμός” για αυτήν από τους ίδιους τους καλλιτέχνες πολλές φορές. Όπως στις λαϊκές μουσικές όλου του κόσμου.
Μιας και το θίξαμε Γιώργο, φαντάζομαι συμφωνείς πως το να έχει κάποιος και θεωρητικές γνώσεις πάνω στη μουσική, εκτός από ταλέντο, τον κάνει σε κάθε περίπτωση πιο ολοκληρωμένο ως μουσικό.
Για να είναι άρτιος κάποιος ως μουσικός, θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει θεωρητική και τεχνική κατάρτιση για το είδος της μουσικής που υπηρετεί και όσο το δυνατόν καλύτερη γνώση για την τέχνη της μουσικής γενικότερα, καθώς και πλατιά αντίληψη για αυτή, αλλιώς δεν θα μπορέσει να αναπτύξει αρκετά το όποιο ταλέντο έχει. Υπάρχουν ιστορίες μεγάλων αυτοδίδακτων μουσικών με αμφισβητούμενες θεωρητικές γνώσεις και πολύ ταλέντο αλλά ταυτόχρονα και πολλά παραμύθια. Συνήθως θερίζεις ότι έχεις σπείρει και όχι όλο!
Γυρίζουμε και πάλι το χρόνο πίσω και πάμε να σε βρούμε στην Ναύπακτο με την τότε μπάντα σου. Περιέγραψέ μας λίγο το κλίμα που επικρατούσε γύρω από ροκ στα στέκια που άκουγε κάποιος αυτή τη μουσική…
Το κλίμα, μιλώντας για τη δεκαετία του ’90 και ως τα τέλη της, ήταν το ίδιο που επικρατούσε σε όλη την Ελλάδα, το rock επικρατούσε και ήταν στα καλύτερά του, με αξιολογότατες μπάντες. Στη Ναύπακτο, μαγαζιά που άφησαν εποχή, όπως το Barbarosa, το Grand, το Tropical στη Χιλιαδού, το Club Cinema, το Adagio, το Embargo, ο Ψυχαγωγός (ψησταριά Καρατζούνη, χειμώνας ΄96) συγνώμη αν ξεχνάω κάποιο, έπαιζαν rock μουσική από ένα μεγάλο ποσοστό έως αποκλειστικά. Κάποια από αυτά φιλοξενούσαν και συναυλίες. Rock στέκια, στα οποία κάναμε live, συνέχισαν να υπάρχουν και αργότερα, όπως το Cervantes, το Circles, το On the rocks και το Bar2.
Το έχουμε ξανασυζητήσει, φαντάζομαι και οι περισσότεροι της γενιάς σου θεωρούν ως κομβικό σημείο των μουσικών πραγμάτων της δεκαετίας του ’90 για τη Ναύπακτο την ύπαρξη των Τζιβάνα Μπάρπα. Ωραία παρέα καταρχάς…
Οι “Τζιβάνα Μπάρπα” (Ν. Σταυράκης ηλ.κιθάρα-τραγούδι, Γ Κατσίκας ηλ. Μπάσο, Κ. Καρατζούνης drums ΄91-΄95 και με την προσθήκη των Γ. Κουτσοσπύρου τραγούδι-κιθάρα πλήκτρα, Δ. Λυμπέρη πλήκτρα, Γ. Μηλιώνη drums και τον Κ. Καρατζούνη στην ηλ.κιθάρα και το τραγούδι πλέον από το ΄95 και μετά) ήταν όντως κομβικό σημείο γιατί κατά κάποιο τρόπο ένωναν το ροκ παρελθόν της πόλης, από το ’80, με την καινούρια δεκαετία, με δεδομένο μάλιστα το ότι δεν υπήρξε σε εκείνη την περίοδο άλλη ενεργή μπάντα στην πόλη έως το ’95 περίπου. Τέλεια παρέα! Νέοι, αθώοι, αφοσιωμένοι, έτοιμοι, ρομαντικοί και πάνω απ’ όλα φίλοι. Αυτό ήμασταν και πιστεύω πως αυτό είναι το rock, ή τουλάχιστον αυτό είναι για μένα. Και εμείς με τη σειρά μας, μέρος μιας μεγαλύτερης παρέας που πίστευε μας, στήριζε και μεγάλωνε, εμείς παίζαμε μουσική για εμάς και για αυτή την παρέα. Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που το έζησα όλο αυτό.
Και σημαντικό το γεγονός πως εκείνο το γκρουπ αποτέλεσε την αφορμή κι άλλα παιδιά, της επόμενης γενιάς, να ασχοληθούν και αυτά με το συγκεκριμένο είδος μουσικής…
Ναι, από το ’95, άρχισαν να ξεπετάγονται μπάντες και μετά το 2000 που ήρθε ο πρώτος δάσκαλος ηλ. Κιθάρας και μπάσου σε ωδείο της πόλης, σαν τα μανιτάρια πλέον. Μέσα στη δεκαετία του 2000 νομίζω πως υπήρχαν 6 με 7 groups. Οι “Τζιβάνα Μπάρπα” σταμάτησαν επισήμως, μετά το Rock Fest το καλοκαίρι του 1997. Κάναμε ένα reunion το 2003, έχοντας παράλληλα δημιουργήσει κάποιοι από εμάς μια άλλη μπάντα, τους “Ba.dru.g” και έκτοτε ο καθένας μας ακολούθησε τη δική του πορεία, άλλος Ναύπακτο, άλλος Κόρινθο, άλλος Αυστραλία και μερικοί δυστυχώς εκεί που θα πάμε όλοι μας όταν θα φύγουμε από τούτο δω το μάταιο κόσμο μια μέρα (χαμογελώντας)
Μας το χρωστάτε ένα live επανένωσης όταν οι συγκυρίες το επιτρέψουν και όλοι μαζί βρεθείτε και πάλι στη Ναύπακτο. Τι λες;
Θα συμφωνούσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Πιστεύω όλοι θα συμφωνούσαμε.
Ο μουσικός σου δρόμος μετά από το συγκεκριμένο συγκρότημα, έως και σήμερα, σε βρίσκει να πειραματίζεσαι με διαφορετικούς μουσικούς ήχους. Η ανάγκη να ανακαλύψεις καινούρια πράγματα σε ώθησε σε αυτό;
Οι πειραματισμοί είχαν ήδη ξεκινήσει στους κόλπους των Τζιβάνα Μπάρμπα, όλοι πειραματιζόμασταν. Οι δικές μου αναζητήσεις άρχισαν να προσανατολίζονται, από το ΄96 και μετά κυρίως προς τη Jazz και άλλες μουσικές κουλτούρες του κόσμου (Latin, Afro…), επηρεαζόμενος από το δάσκαλό μου και την μουσική παιδεία την οποία έκρινα πλέον πως πρέπει οπωσδήποτε να αποκτήσω, καθώς και τους νέους ορίζοντες που εμφανίζονταν μπροστά μου. Αργότερα, με τη γνωριμία της πρώτης μου συζύγου (Maja Stojanovic) η οποία τραγουδούσε το πήγα ακόμα παραπέρα. Ακόμα πιο πέρα το πήγα μετά τη συνεργασία με τον Γιώργο Ταμπάκη, έναν αξιόλογο και πολύ ελπιδοφόρο κιθαρίστα και συνθέτη από τη Ναύπακτο τον οποίο και πρέπει οπωσδήποτε να παρουσιάσεις σε κάποιο αφιέρωμά σου, μαζί με τον οποίο αρχίσαμε να εξερευνούμε τη ευρωπαϊκη Jazz. Βάζοντας στην παρέα τον επίσης αξιόλογο και φίλο ηθοποιό και σκηνοθέτη Δημήτρη Σιούντα εργαστήκαμε πάνω στη σχέση της μουσικής με το θέατρο και τον πεζό λόγο, δημιουργώντας τη μουσικοθεατρική “ομάδα τέχνης Υπόκρουσις”. Πάω εκεί που με πάει η ψυχή και η περιέργειά μου, μου αρέσουν οι συνεργασίες με ενδιαφέροντες μουσικούς και καταπιάνομαι με έργα που με πάνε μπροστά, να δούμε που θα φτάσω (χαχα…)
Μπορεί να πει ένας μουσικός πως έχει κατασταλάξει σε ένα είδος ή πάντα θα πρέπει να βρίσκεται στη διαδικασία αναζήτησης και πειραματισμού;
Μπορεί νομίζω, χωρίς να θεωρείται αυτό στασιμότητα, άλλωστε για να εξερευνήσεις τη μουσική που αγαπάς θέλει πολύ δουλειά και χρόνο.
Μία συζήτηση που πάντα γίνεται είναι και αυτή περί ταυτοτήτων, και το εάν πρέπει στη μουσική να υπάρχουν. Πρέπει κατά την άποψή σου;
Θεωρώ ότι οι ταυτότητες υπάρχουν έτσι κι αλλιώς γιατί υπάρχει μία φυσική τάση και ανάγκη να ταυτοποιούμαστε και να ταυτοποιούμε. Επίσης, η κατηγοριοποίηση της μουσικής βοηθάει στην οργάνωση και την μελέτη της. Φτάνει αυτό να μην μας απομονώνει, να μην μπλοκάρει την εξέλιξη και την αντίληψη μας, να μην φτάνουμε σε φαινόμενα οπαδισμού ή ρατσισμού. Καλές και χρήσιμες λοιπόν οι ταυτότητες αλλά ας μην το παρακάνουμε.
Σήμερα Γιώργο σε ποια μουσική φάση σε βρίσκουμε; Με τι ασχολείσαι;
Σήμερα, όπως και τα τελευταία χρόνια, αυτό που κάνω είναι να συνεργάζομαι με φίλους μουσικούς που έχουμε κοινά μουσικά ενδιαφέροντα και δεν διαφωνούμε σε βασικές αρχές. Συμμετέχω σε δύο μπάντες, στους “Marie Makropoulou Quartet” ( Μαρία Μακροπούλου- τραγούδι, Σταύρος Παναγιωτόπουλος- ηλ. Κιθάρα, Γιώργος Κατσίκας- κοντραμπάσο, Μάκης Φεγγούλης- τύμπανα), μια μπάντα που κινείται σε jazz, blues, latin τοπία. Και ένα μικρό acoustic trio (Μαρία Μακροπούλου- τραγούδι, Κων/νος Γκολφινόπουλος- manouche κιθάρα, Γιώργος Κατσίκας- κοντραμπάσο) σε πιο pop ακούσματα. Και βέβαια μελετάω και πειραματίζομαι όσο μπορώ περισσότερο.
Επειδή ζεις μόνιμα στην πόλη της Ναυπάκτου και γνωρίζεις πολύ καλά την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής. Υπάρχει μουσικό κοινό για το είδος σας εδώ;
Η Ναύπακτος πάντα είχε κοινό. Δεν ξεμείναμε ποτέ. Ο κόσμος θέλει να περνάει καλά και να έρχεται σε επαφή με ενδιαφέροντα πράγματα. Κάποιες φορές είναι δύσπιστος ή επιφυλακτικός. Αν όμως είσαι ειλικρινής, σοβαρός και τον εκτιμάς, θα σε εκτιμήσει και αυτός. Δεν περιμένω ποτέ περισσότερα από αυτά που μπορώ να δώσω. Ναι, υπάρχει κόσμος και αν θέλουμε να συνεχίσει, θα πρέπει να τον ενθαρρύνουμε και να του προσφέρουμε τα καλύτερα.
Ένα άλλο μεγάλο ζήτημα είναι αυτό των χώρων για να παίζετε τη μουσική σας. Υπάρχουν τέτοιοι σήμερα στην πόλη;
Οι χώροι ήταν πάντα ένα πρόβλημα. Όχι γιατί δεν υπήρχε η διάθεση, αλλά λόγω της νομοθεσίας όσον αφορά την αδειοδότηση των συναυλιακών χώρων, αλλά και κυρίως του στησίματος αυτών σύμφωνα με κάποιες προδιαγραφές ώστε να φιλοξενούν συναυλίες και εκδηλώσεις χωρίς προβλήματα. Με πολύ καλή διάθεση από εμάς και κάποιους καταστηματάρχες, γίνεται το καλύτερο δυνατό.
Επόμενα σχέδια που έχεις… μπορείς να μας μιλήσεις γι’ αυτά;
Το σχέδιό μου είναι πάντα ωραίες μουσικές και συνεργασίες. Νιώθω ευτυχής που παίζω μουσική με ενδιαφέροντες ανθρώπους και γίνομαι συνέχεια καλύτερος. Επίσης ετοιμάζω κάτι, αλλά δεν μπορώ να το αποκαλύψω, θα είσαι όμως από τους πρώτους που θα το μάθουν.
Γιώργο το κλείσιμο δικό σου κι όπως εσύ θες…
Νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω όλους τους ανθρώπους και συνοδοιπόρους που με επηρέασαν και με βοήθησαν σημαντικά. Καταρχάς, τους δασκάλους μου, Ανδρέα Γεωργίου και Βιλέν Καραπετιάν, Κούλη Τσολοδήμου και Εύη Ψαρά, όσο και να τους ευχαριστήσω θα είναι λίγο. Τους “Τζιβάνα Μπάρπα” και τον Γιώργο Ταμπάκη. Την σύζυγο και συνεργάτη μου, Μαρία Μακροπούλου και πάνω απ’ όλους τον γιο μου Γιάννη Κατσίκα. Ευχαριστώ και εσένα Βαγγέλη καθώς και τον κόσμο που με στηρίζει πάντα.
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εμπρός” στις 13/4/2018